- ὀνομαστόν
- ὀνομαστόςnamedmasc acc sgὀνομαστόςnamedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀνόμαστον — Ὀνόμαστος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κὠνομαστόν — ὀνομαστόν , ὀνομαστός named masc acc sg ὀνομαστόν , ὀνομαστός named neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въименоватисѧ — ВЪИМЕН|ОВАТИСѦ (2*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Назваться: и скрыти. ˫аже будущи(х) ѹчинены(х). воименующихсѩ свои(х). да ни въ что же ссудъ. ни одином же не имуще печали о всѣхъ и за всѩ и за когождо. (ὀνομάζεσθαι) ФСт XIV, 200а; || прославиться: и тако … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καθήκω — (AM, Α ιων. τ. και κατήκω) φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ. β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.) μσν.… … Dictionary of Greek